-
1 πρέπω
1 on the eye, to be clearly seen, to be conspicuous among a number,ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Il.12.104
;μετὰ δὲ π. ἀγρομένοισιν Od.8.172
, Hes.Th.92; to be distinguished in or by a thing,φάρεσιν μελαγχίμοις A.Ch.12
, cf. Th. 124 (lyr.), E.Alc. 512, 1050;π. παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς A.Ch.24
(lyr.); shine forth, show itself,πειρῶντι χρυσὸς ἐν βασάνῳ π. Pi.P.10.67
;πανσέληνος ἐν σάκει π. A.Th. 390
, cf. Pers. 239 (troch.), Ag. 389 (lyr.); πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς ib. 242 (lyr.);ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς h.Cer. 214
;Ζεὺς πρέπων δι' αἰθέρος E.Hel. 216
(lyr.): sts. c. part., to be clearly seen as doing or being,ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει A.Ag.30
; σπλάγχνα.. πρέπουσ' ἔχοντες ib. 1222, cf. Eu. 995 (anap.).3 on the smell, to be strong or rank, ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου π. ib. 1311.II to be conspicuously like, resemble, π. τινὶ εἶδος to be like one in form, Pi.P.2.38;πρέποντα.. ταύρῳ δέμας A.Supp. 301
; ;πρέπεις.. θυγατέρων μορφὴν μιᾷ Id.Ba. 917
: c. inf., τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν his running is like Persian to behold, A.Pers. 247, cf. Supp. 719; more freq. with ὡς orὥστε, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν S. El. 664
;ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾶν E.Supp. 1056
; (lyr.).III to be conspicuously fitting, beseem, c. dat. pers.,θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16
; , cf. Pl.Chrm. 158c, etc.; with Preps.,ποῦ τάδ' ἐν χρηστοῖς πρέπει; E.Heracl. 510
;οἷα δὴ εἰς πλῆθος πρέπει X.Cyr.2.1.24
: c. part.,ὅ τι γιγνόμενον ἂν πρέποι Pl.Epin. 976c
, cf. Plt. 269c, 288c; πρέποι γὰρ ἂν (sc. λεχθεῖσα) Id.Sph. 219c.2 freq. in part.,ὕμνοι πρέποντες γάμοις Id.R. 460a
, etc.; esp. in part. neut.,πρέπον τε εἶναι καὶ ἁρμόττειν Id.Grg. 503e
;ἤν τι ἄλλο π. δοκῇ εἶναι Th.6.25
;τὸ π. τῇ γραφῇ Plb.2.40.3
: rarely c. gen.,π. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε S.Aj. 534
, cf. Plu.Caes.14, Thom.Mag.p.306R.; τὸ π. that which is seemly, propriety, Pl.Hp.Ma. 294a;πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὸ π. Id.Plt. 284e
, etc.: pl.,πρέποντα πάσχειν Antipho 3.3.9
;πρέποντα τῇ συγγενείᾳ ποιοῦντες Isoc.10.23
.3 rarely with personal subject, πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν art the fit person to.., S.OT9; Πομπήϊος.. πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων suiting them, Plu.Pomp.72, cf. Publ. 17.4 mostly impers., πρέπει it is fitting, both of outward circumstances and moral fitness, c. dat. pers. et inf., Hdt.9.79, etc.;οὐ πρέπει νῷν.. δάσασθαι Pi.P.4.147
;πρέπει ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι Id.Fr. 121
, cf. A.Ag. 483 (lyr.), E.Hipp. 115, etc.: with inf. unexpressed, πρέπει γοῦν σοι [ἀποκρίνεσθαι] X.HG4.1.37.b c. acc. pers. et inf.,πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν Pi.O.2.46
, cf. A.Supp. 203, S.Tr. 728, Th.1.86, etc.c c. inf. only,πρέπει γαρυέμεν Pi.N.7.82
, cf. P.5.43, A.Th. 656, Ag. 636, etc.d with inf. understood, an acc. may be subject,ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε Hdt.8.68
.α', cf. A.Supp. 195, Pl.Prt. 312b; or object,τείσασθαι οὕτως, ὡς κείνους [τείσασθαι] πρέπει Hdt.4.139
; so with dat. of indirect object, Id.8.114. -
2 πρέπω
1a be like c. dat.εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν P. 2.38
b be clear, conspicuousπειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
2 befita c. dat.θνατὰ θνατοῖσι πρέπει I. 5.16
b impers., it is fittingI c. acc. & inf.πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.46
τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104
II c. dat. & inf. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.147 εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοινᾷ πρέπει[ ]κορυφὰν[ ]θέμεν Δ. 1. 11. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι Παρθ. 2. 33. πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι fr. 121.III c. inf.ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι P. 5.43
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί N. 7.82
3 in tmesis. βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (v. συμπρέπω) N. 3.67 -
3 θνατός
1 mortalεἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπιοι σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
ἀνὴρ θνατὸς O. 13.31
θναταῖς φρασὶν P. 3.59
ἀνδράσι θνατοῖς P. 12.22
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰὼν ( μακρὸς v. l.) N. 3.75 “ τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως i. e. of Kastor, as opposed to the divinely born Polydeukes N. 10.81θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.15
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42
θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.5
θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 15. pro subs.,Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
τόκοςθνατῶν† (codd. contra metr.: ἀνδρῶν byz.) O. 10.9ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς P. 2.32
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν P. 3.103
“ θνατῶν φρένες” P. 4.139λόγοισι θνατῶν P. 6.16
οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47
θνατῶν φρένας I. 2.43
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
θνατὰ θνατοῖσι πρέπει I. 5.16
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.6
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3. -
4 θνητός
θνητός, ή, όν, also ός, όν E. Ion 973,IA 901, 1396: [dialect] Dor. [full] θνᾱτός (v. infr.): [dialect] Aeol. [full] θνᾶτος Sapph.Supp.13.7: ([etym.] θνῄσκω):—A liable to death, mortal, opp. ἀθάνατος, freq. in Hom., Od.5.213, al.;θ. ἄνδρες Hes. Th. 967
;οὐδὲν.. θνητὸν ἐόν Hdt.8.98
;ζῷα πάντα θ. καὶ φυτά Pl.Sph. 265c
: as Subst., θνητοί mortals, Od.19.593, etc.; θνηταί mortal women, 5.213; πάντων τῶν θ. of all mortal creatures, Hdt.1.216, 2.68; εἴ τις φθόγγος ( φθόγγον cod., but θ. is only used of living persons) : [comp] Comp.,ἐν θνητῷ ὄντες, ἔτι θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦντες Porph.Abst.4.20
: [comp] Sup.,θνητότατος πάντων Plot.5.1.1
.2 of things, befitting mortals, human, ;θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16
;θνατὰ χρὴ τὸν θνατὸν.. φρονεῖν Epich.[263]
, cf. S.Tr. 473; . -
5 θνητος
1) смертный, подверженный, т.е. подвластный смерти(γένος Plat.)
οἱ θνητοί — смертные, т.е. (живые) люди;τὰ θνητά Her. — живые существа, животные2) смертный, свойственный смертным, человеческий(ἔργματα Eur.; φλυαρία Plat.; δυσχέρεια Arst.)
θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. — смертное смертным и приличествует;θνητὰ φρονεῖν Eur. — думать о смертных (земных) делах
См. также в других словарях:
θνητός — ή, ό (ΑΜ θνητός, ή, όν, Α αιολ. και δωρ. τ. θνατός) 1. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. τού αθάνατος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θνητοί οι άνθρωποι, η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο γένος μσν. 1. νεκρός, πεθαμένος 2. δολοφονημένος 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek